- κατάκλαση
- η (Α κατάκλασις) [κατακλώ]1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου3. διάστρεμμα4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» — στραβισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακλάσῃ — κατακλάσηι , κατάκλασις forced position fem dat sg (epic) κατακλάω aor subj mid 2nd sg κατακλάω aor subj act 3rd sg κατακλάω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)